.

.
Ολόκληρο το κείμενο..
Η Συγκρουσιακή Πολιτική, ερευνητικό πρόγραμμα με μακρά σειρά «θετικών ευρετικών» (με την έννοια του Lakatos) διέσωσε τη μελέτη των συλλογικών δράσεων από την αφάνεια στην οποία την είχαν καταδικάσει προγενέστερες θεωρητικές προσεγγίσεις (όπως, πιο χαρακτηριστικά, η θεωρία της συλλογικής συμπεριφοράς). Όμως ένας αριθμός κομβικών σημείων —ο τρόπος με τον οποίο η Συγκρουσιακή Πολιτική ορίζει τα κοινωνικά κινήματα· ερμηνεύει και αποτιμά τη θεσμοθέτησή τους· και η γενική της επιστημολογία (ειδικά η τάση της για να διευρύνει το πεδίο των θεωρούμενων οντοτήτων και φαινομένων)— παραμένει αμφιλεγόμενος. Στόχος του κειμένου αυτού είναι η συμβολή στη συζήτηση μέσω της ανασκευής μιας σειράς συνήθων παρανοήσεων. Σε αντίθεση με μια διαδεδομένη παρανάγνωση, η Συγκρουσιακή Πολιτική ως κλάδος εξακολουθεί να θεωρεί την επιδίωξη θεσμικού μετασχηματισμού καθοριστικό γνώρισμα των κινημάτων, μόνο που αυτό δεν είναι πλέον αρκετό. Σε αντίθεση με ο,τι ίσχυε πριν από λίγες δεκαετίες, ούτε η εμπλοκή σε συγκρουσιακή παρεμπόδιση αρκεί για να τεκμηριώσει την κινηματική υπόσταση, ούτε και η κινηματική υπόσταση σε χρόνο Α αρκεί για να αποκλείσει το ενδεχόμενο ανάπτυξης φαινομένων γραφειοκρατικοποίησης ή και ενσωμάτωσης σε χρόνο Β. Είναι επίσης γεγονός ότι η Συγκρουσιακή Πολιτική διεύρυνε το πεδίο μελέτης συλλογικών δράσεων και κοινωνικών κινημάτων. Όμως το κίνητρο γι’ αυτό δεν ήταν η εννοιολογική άμβλυνση της κινηματικής ιδιαιτερότητας, αλλά η ένταξή τους σε ένα πλαίσιο που να επιτρέπει συστηματική εποπτεία των αιτιωδών παραγόντων και μηχανισμών με τους οποίους αλληλεπιδρούν. Όλα αυτά δεν σημαίνουν βέβαια ότι ο κλάδος δεν έχει προβλήματα. Προϋπόθεση για την αποτελεσματική αντιμετώπισή τους όμως είναι η αναγνώριση της τεράστιας συμβολής του η οποία άλλωστε αποτυπώνεται και στη δυναμική ανάπτυξη μιας γενιάς νέων ερευνητών (και στην Ελλάδα). Ακολουθεί ένα παράθεμα του κειμένου:

Έχει…υποστηριχθεί ότι, αρχής γενομένης από την προδιάθεσή τους να υιοθετούν έναν διευρυμένο ορισμό για τα κοινωνικά κινήματα, οι θιασώτες της Συγκρουσιακής Πολιτικής βρέθηκαν στον αντίποδα όσων, κατά τη δεκαετία του ’70, έτειναν να κατανοούν τα νέα κοινωνικά κινήματα ως εκφραστές προκλήσεων προς την υφιστάμενη θεσμική τάξη πραγμάτων. Οι μελετητές που προσχώρησαν σε αυτή την εκτίμηση κατήγγειλαν επίσης «άμβλυνση» των ορίων ανάμεσα στα κοινωνικά κινήματα και άλλα οργανωτικά μορφώματα της θεσμικής πολιτικής (στο πλαίσιο μιας γενικότερης προσπάθειας για τη συγκρότηση ενιαίας θεωρίας κοινωνικά κινημάτων και συμβατικής πολιτικής), και δημιούργησαν υπόνοιες (μερικές φορές ακούσια) ότι η Συγκρουσιακή Πολιτική εν τέλει νομιμοποιεί και υποθάλπει τη θεσμοποίηση των κοινωνικών κινημάτων -διαδικασία με κομβικούς σταθμούς πρώτα την «ομαλοποίηση» των συλλογικών δράσεων, και στη συνέχεια, στο βαθμό που οι διεκδικητές δεν θα επέλεγαν το δρόμο της περιθωριοποίησης, την ενσωμάτωση και αφομοίωσή τους  στο συμβατικό πολιτικό σύστημα. Στην αναζήτηση εναλλακτικών που επακολούθησε έγιναν αναφορές ακόμη και στη θεωρία της συλλογικής συμπεριφοράς με το σκεπτικό ότι, παρά τον εξελικτικό φορμαλισμό που την διείπε, είχε τουλάχιστον να επιδείξει σαφή κριτήρια για τη εννοιολόγηση των κοινωνικών κινημάτων. Άλλη επιλογή υπήρξαν κάποιες επεξεργασίες του Parsons σχετικά με τη λειτουργιστική δημιουργία θεσμικών ρόλων-προϊόντων της ευρύτερης διαδικασίας της κοινωνικής διαφοροποίησης.
Η κριτική αναδεικνύει κομβικά σημεία της συζήτησης, προκειμένου όμως να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος παρερμηνειών της συγκρουσιακής θεωρίας που ελλοχεύει, απαιτούνται ορισμένες διευκρινίσεις. Η αντιδιαστολή Συγκρουσιακής Πολιτικής και «συλλογικής συμπεριφοράς» σε ένα επίπεδο ορισμού των κοινωνικών κινημάτων ενέχει τον ισχυρισμό ότι, σε αντίθεση με τη δεύτερη, η πρώτη εκτοπίζει το κριτήριο της «επιδίωξης θεσμικών μετασχηματισμών» προς όφελος μιας αμβλυμμένης πρόσληψης που τελικά αποτυγχάνει να διαφοροποιήσει επαρκώς τα κινήματα από άλλα πολιτικά μορφώματα όπως κόμματα, ομάδες πίεσης κ.λπ. Όμως δεν είναι έτσι. Κατ’ αρχάς, είναι πράγματι γεγονός ότι, παλαιόθεν, η Συγκρουσιακή Πολιτική τονίζει τη μεγάλη αλληλεπίδραση που υφίσταται μεταξύ κοινωνικών κινημάτων και επίσημης πολιτικής. Όπως έγραψε ο Jack Goldstone (2003:) στην εισαγωγή συλλογικού τόμου αφιερωμένου –ακριβώς— στη διερεύνηση της σχέση κινημάτων, κομμάτων και κράτους:
...[Α]κριβώς όπως οι μελετητές των κοινωνικών κινημάτων έχουν πλέον συνειδητοποιήσει ότι δεν είναι δυνατόν να μελετούν κινήματα ανεξάρτητα από το πολιτικοθεσμικά τους συγκείμενα, συμπεριλαμβανόμενων των λειτουργιών των επίσημων [normal] πολιτικών θεσμών, υποστηρίζουμε ότι το ίδιο ισχύει και αντιστρόφως...[Π]ιστεύουμε ότι είναι αδύνατον να γίνει κατανοητή η κανονική, θεσμοθετημένη λειτουργία των δικαστηρίων, των νομοθετικών σωμάτων, της εκτελεστικής εξουσίας ή των κομμάτων χωρίς κατανόηση της στενής και αέναης διαμόρφωσης την οποία υφίστανται από τα κοινωνικά κινήματα.
Σημαίνει όμως άραγε αυτό ότι τα κοινωνικά κινήματα παύουν να είναι διακριτά από τα επίσημα θεσμικά μορφώματα τα οποία επηρεάζουν; Ας εκμαιεύσουμε την απάντηση από το κείμενο στο οποίο συνήθως παραπέμπουν όσοι απαντούν καταφατικά: το εισαγωγικό κεφάλαιο των David S. Meyer και Sidney Tarrow στον τόμο The Social Movement Society. Τι είναι λοιπόν τα κινήματα;  «Κατά την άποψή μας», γράφουν οι Meyer/Tarrow (1998: 4), ως κινήματα πρέπει να οριστούν

συλλογικές διεκδικήσεις/αμφισβητήσεις [challenges]  εναντίον υφιστάμενων διακανονισμών εξουσίας και κατανομής από ανθρώπους με κοινές επιδιώξεις και αλληλεγγύη σε παρατεταμένη αλληλεπίδραση με τις ελίτ, αντιπάλους, και τις αρχές. (έμφαση στο πρωτότυπο)

Μπορεί κάποιος να συμφωνεί ή να διαφωνεί με αυτόν τον τρόπο θέασης του κινηματικού φαινομένου,  όμως είναι σαφές πως το κριτήριο της επιδίωξης θεσμικού μετασχηματισμού κάθε άλλο παρά εκτοπίζεται. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη μας ότι σε αμφότερες τις εκδόσεις του κλασικού Power in Movement ο Tarrow (1994) χρησιμοποιεί τον ίδιον ακριβώς ορισμό χωρίς την εξειδίκευση «εναντίον υφιστάμενων διακανονισμών εξουσίας και κατανομής», τότε το συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα πως στις νεότερες επεξεργασίες το κριτήριο του θεσμικού μετασχηματισμού στην πραγματικότητα αναβαθμίζεται.

Όμως κάτι τέτοιο δεν πρέπει να εκπλήσσει. Από το καταστατικό From Mobilization to Revolution (Tilly 1978), μέχρι το Dynamics of Contention (McAdam/Tarrow/Tilly 2001) και τα πιο πρόσφατα Social Movements (Tilly 2004) και Contentious Politics (Tilly/Tarrow 2007), το κριτήριο του θεσμικού μετασχηματισμού ποτέ δεν έχασε τον κεντρικό του ρόλο στο πλαίσιο της σχολής της Συγκρουσιακής Πολιτικής (ασχέτως αν στους αντίστοιχους ορισμούς αυτό δηλώνεται ρητά, όπως στην περίπτωση των Meyer/Tarrow, ή όχι).Το κλειδί βρίσκεται στην παλαιά εννοιολόγηση του Charles Tilly (1978), σύμφωνα με την οποία τα κινήματα αποτελούν συλλογικούς «αμφισβητίες/διεκδικητές» [collective challengers] εκτός του επίσημου καθεστωτικού πυρήνα [Outside of Polity] αλλά εντός του πολιτικού συστήματος (του πεδίου της εκάστοτε «κυβερνητικής δικαιοδοσίας» [Governments Jurisdiction]. Στο Dynamics of Contention, μάλιστα, οι  McAdam/Tarrow/Tilly  (2001: 11-12) προβαίνουν σε απεικόνιση του επιχειρήματος, και ορίζουν ρητά τους αμφισβητίες/διεκδικητές –challengers— (το κινηματικό κύτταρο) ως «συγκροτημένα πολιτικά υποκείμενα χωρίς θεσμοποιημένη πρόσβαση [routine access] στη κυβέρνηση και τους πόρους της».